εὐβίοτον

εὐβίοτον
εὐβίοτος
easily finding their food
masc/fem acc sg
εὐβίοτος
easily finding their food
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευβίοτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυρας. Συνελήφθη στα χρόνια του Μαξιμιανού, βασανίστηκε και απελευθερώθηκε με τη φήμη της έλευσης του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Ανατολή. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Δεκεμβρίου. 2. Ο μάρτυρας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”